- ἀπαρχόμενος
- ἀπάρχωlead the waypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SILLUS — Graece Σίλλος, Hesychio ἔμμετρον σκῶμμα: Aeliano l. 3. Var. Hist. c. 40. ψόγος κατὰ παιδιᾶς δυϚαρέςτου, contumelia um ioci acerbitate, unde σιλλαινειν, irridere, quam vocem Pollux l. 2. c. 4. interpretatur, ἐπὶ χλευασμῷ σέιειν τοὺς ὀφθαλμοὺς:… … Hofmann J. Lexicon universale
μοσχανός — μοσχανός, ή, όν (Α) φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μοσχανός σῑτος ὁ ἀπαρχόμενος καὶ χόρτος ὁ ἤδη καρπὸν ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) «νεαρός, βλαστός» + κατάλ. ανός (πρβλ. λιτ ανός, σφριγ ανός)] … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek